Αθήνα: +30 210 9320215 - Μυτιλήνη: +30 22510 38065

Ιογενής Επιπεφυκίτιδα

Η ιογενής λοίμωξη του επιπεφυκότα είναι άκρως μεταδοτική και οφείλεται σε αδενοϊό (ιός που προκαλεί το κοινό κρυολόγημα). Ο ιός μεταδίδεται πολύ εύκολα με άμεση σωματική επαφή και έχει την ικανότητα να παραμείνει ζωντανός επάνω σε επιφάνειες και αντικείμενα για μέρες και να προκαλέσει μόλυνση. Είναι συχνό να κολλήσουν την επιπεφυκίτιδα από τον πάσχοντα άλλα συγγενικά του πρόσωπα, καθώς επίσης ο ιός μεταδίδεται πολύ εύκολα από ασθενή σε ασθενή, μέσα σε ιατρεία, μέσα μαζικής μεταφοράς και άλλα μέρη που συγχρωτίζονται πολλά άτομα όπως σε θέατρα ή σινεμά. Για τον λόγο αυτό είναι σκόπιμο να περιορίζεται η στενή επαφή με τον πάσχοντα, καθώς επίσης και τα υπόλοιπα συγγενικά του πρόσωπα να παίρνουν συγκεκριμένα μέτρα προφύλαξης.

 

 

Τα συνηθέστερα συμπτώματα της ιογενούς επιπεφυκίτιδας είναι:
• Ερυθρότητα
• Δακρύρροια
• Εκκρίσεις
• Αίσθημα καύσου
• Οίδημα βλεφάρων
• Σε ορισμένες περιπτώσεις αναπτύσσονται ψευδομεμβράνες στα κολπώματα του επιπεφυκότα.
• Θολή όραση
• Πόνος
• Συχνά υπάρχει διόγκωση του προωτιαίου λεμφαδένα.
• Τα παραπάνω συμπτώματα συχνά συνοδεύονται από λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού.
• Είναι σύνηθες ένα έως δύο μήνες μετά την αρχική προσβολή της επιπεφυκίτιδας, η ανάπτυξη υποεπιθηλιακών θολεροτήτων στο πρόσθιο στρώμα του κερατοειδούς. Οι θολερότητες αυτές είναι μία ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού στα αντιγόνα του αδενοϊού και επιφέρουν θαμπάδα στην όραση του ασθενούς και δημιουργία φωτοστέφανου στα φώτα τη νύχτα.

Συνήθως προσβάλλεται πρώτα ο ένας οφθαλμός και μετά από 3 έως 4 ημέρες ακολουθεί και ο έτερος οφθαλμός. Ο οφθαλμός που προσβάλλεται πρώτος, συνήθως έχει και βαρύτερη προσβολή. Τα συμπτώματα ξεκινάνε ήπια και σταδιακά μέρα με την ημέρα επιδεινώνονται. Η συνολική διάρκεια της νόσου ποικίλει από ασθενή σε ασθενή και συνήθως είναι από 10-20 ημέρες. Οι ασθενείς χρειάζονται ενθάρρυνση γιατί μετά τις πρώτες ημέρες όταν βλέπουν ότι τα συμπτώματά τους δεν υποχωρούν, διακατέχονται από μεγάλη ανησυχία.

Η αντιμετώπιση και θεραπεία της ιογενούς επιπεφυκίτιδας γίνεται με:
• Αποφυγή χρήσης αντικειμένων προσωπικής υγιεινής του πάσχοντος, όπως πετσετών ή μαξιλαροθηκών.
• Αποφυγή τριψίματος των ματιών με βρώμικα χέρια.
• Συχνό πλύσιμο των χεριών.
• Συχνή ενστάλαξη τεχνητών δακρύων ανά ώρα.
• Συχνή περιποίηση των βλεφάρων για να αφαιρούνται οι εκκρίσεις.
• Είναι σημαντικό, οι ασθενείς να χρησιμοποιούν συστηματικά απορροφητικά γυαλιά για τον ήλιο.
• Η χρήση κολλυρίου κορτιζόνης είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Η κορτιζόνη ελαττώνει την φλεγμονή της οφθαλμικής επιφάνειας, φαίνεται όμως ότι μπορεί να αυξήσει τη χρονική διάρκεια της νόσου, καθώς επίσης και την μεταδοτικότητα του ιού από ασθενή σε ασθενή.
• Σε περίπτωση ανάπτυξης ψευδομεμβρανών στα κολπώματα του επιπεφυκότα, πρέπει να γίνει αφαίρεση τους από τον οφθαλμίατρο. Η αφαίρεση γίνεται υπό τοπική αναισθησία με σταγόνες.
• Σε περίπτωση ανάπτυξης υποεπιθηλικαών θολεροτήτων στον οπτικό άξονα του κερατοειδούς η ενδεδειγμένη θεραπεία είναι ενστάλλαξη κολλυρίου κορτιζόνης και τεχνητών δακρύων και σε αυτές τις περιπτώσεις οι ασθενείς χρειάζονται τακτική οφθαλμολογική παρακολούθηση για τον κίνδυνο ανάπτυξης επιπλοκών από τη θεραπεία (αύξηση ενδοφθαλμίου πιέσεως, δημιουργία καταρράκτη). Έχει επίσης δοκιμαστεί η θεραπεία με κολλύριο κυκλοσπορίνης με ποικίλα αποτελέσματα.

Αιτιολογική θεραπεία (φάρμακο που να σκοτώνει τον αδενοϊό) δεν υπάρχει και η νόσος αυτοιάται, όπως οι συνήθεις ιώσεις. Έχει δοκιμαστεί η ενστάλαξη διαλύματος betadine 5%, καθώς επίσης και η τοπική χορήγηση gel γκανσικλοβίρης με ποικίλα αποτελέσματα. Σε περιπτώσεις που υπάρχει απόπτωση του επιθηλίου του κερατοειδούς ενδείκνυται η χορήγηση τοπικού αντιβιοτικού για πρόληψη δευτερογενούς επιμόλυνσης. Σε διαφορετική περίπτωση η χρήση αντιβιοτικών είναι περιττή, διότι ο ιός είναι ανθεκτικός στα κοινά αντιβιοτικά.

Τέλος, είναι σκόπιμο οι ασθενείς να εξετάζονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, για να ελέγχει ο γιατρός την εξέλιξη της νόσου. Είναι απαραίτητος ο σχολαστικός καθαρισμός του εξεταστηρίου στο οφθαλμολογικό ιατρείο μετά την εξέταση του πάσχοντος, για να αποφευχθεί η μετάδοση της μόλυνσης στους επόμενους ασθενείς.